- μορφινομανής
- -ής, -έςγεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, αυτός που είναι εθισμένος στη μορφίνη: Η αστυνομία συνέλαβε στο πάρκο ένα μορφινομανή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.